- αδιαφήμιστος
- -η, -οαυτός που δε διαφημίστηκε, δε ρεκλαμαρίστηκε: Σήμερα κανένα προϊόν δε μένει αδιαφήμιστο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδιαφήμιστος — η, ο [διαφημίζω] αυτός που δεν έχει διαφημιστεί … Dictionary of Greek
αθρύλητος — η, ο [θρυλώ] αυτός για τον οποίο δεν γίνεται πολύς ή καθόλου λόγος, αδιαφήμιστος … Dictionary of Greek